κατακλάζω

κατακλάζω
κατακλᾴζω και δωρ. τ. κατακληΐζω (Α)
κατακλείω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κλάζω, μεταπλασμένος τ. τού κλῄζω (ΙΙ), μτγν. τ. τού κλείω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”